φαραδισμός

φαραδισμός
ο мед. фарадизация

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "φαραδισμός" в других словарях:

  • φαραδισμός — ο, Ν ιατρ. η εφαρμογή, για θεραπευτικούς σκοπούς, τού φαραδικού ρεύματος, η οποία επιδρά στη συσταλτικότητα τών μυών και στη διεγερσιμότητα τών νεύρων, ασκώντας επίσης αναλγητική, αγγειοκινητική και επισπαστική δράση. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ.… …   Dictionary of Greek

  • φαραδισμός — ο (ιατρ.), η χρησιμοποίηση ασθενούς εναλλασσόμενου ρεύματος που παράγεται με ειδική δυναμομηχανή για τη θεραπεία νευρικών παθήσεων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»